- τελεσίερος
- και τελεσσίερος, -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) «τελεσίερον παιᾱνατὸν ἐπιτελεστικὸν τῶν τοῑς θεοῑς ἐπιτελουμένων ἱερῶν».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού σιγμόληκτου ουδ. τέλος* + ἱερός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
τελεσσίερος — ον, Α βλ. τελεσίερος … Dictionary of Greek